παλιά

παλιά
- παλιότερα επίρρ. χρον., τον παλιό καιρό, τα περασμένα χρόνια: Παλιά, θυμάμαι, υπήρχαν γραμμόφωνα με χωνιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλιά — επίρρ. βλ. παλιός …   Dictionary of Greek

  • Παλιά Αμπέλια — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ.), στην πρώην επαρχία Εορδαίας, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Προαστίου …   Dictionary of Greek

  • Πομάκοι — Παλιά κοινή ονομασία των Βουλγάρων Μουσουλμάνων. Προσηλυτίστηκαν στον ισλαμισμό από τους Τούρκους κατακτητές στην περίοδο από το 16o έως το 18o αι. αλλά διατήρησαν τη μητρική γλώσσα και τα έθιμά τους. Ζουν στο ορεινό συγκρότημα της Ροδόπης και… …   Dictionary of Greek

  • αζουρομαλαχίτης — Παλιά ονομασία ορυκτού, που αποτελείται από αζουρίτη και μαλαχίτη. Οι ζωγράφοι της Αναγέννησης χρησιμοποιούσαν τη σκόνη του αζουρίτη για να χρωματίσουν τον ουρανό και τη θάλασσα στους πίνακές τους. Με τον καιρό όμως το χρώμα αυτό αλλοιώθηκε και… …   Dictionary of Greek

  • πυρκαγιά — Παλιά γραφή πυρκαϊά. Φαινόμενο καύσης περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένο, το οποίο προκαλεί ζημιές σε κτίρια, αποθήκες υλικών, δάση, μεταφορικά μέσα. Σε όλες τις περιπτώσεις, η καύσιμη ύλη που τροφοδοτεί την π. είναι το οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Η… …   Dictionary of Greek

  • Άλων λιμάνι — Παλιά ονομασία του μυχού του Πειραιά, κοντά στις τοποθεσίες Αλαί, απ’ όπου προέρχεται και το όνομα Αλίπεδον και Αλμυρίς. Η άποψη όμως αυτή γύρω από τη θέση του λιμανιού αμφισβητείται, γιατί είναι γνωστό ότι o μυχός του Πειραιά λεγόταν από τους… …   Dictionary of Greek

  • Κεϊλάνη — Παλιά ονομασία του νησιωτικού ασιατικού κράτους Σρι Λάνκα (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • Μυλοποτάμου, επαρχία — Παλιά διοικητική διαίρεση του νομού Ρεθύμνης, στην οποία υπάγονταν 1 δήμος. 38 κοινότητες και 91 οικισμοί. Πρωτεύουσα ήταν το Πέραμα …   Dictionary of Greek

  • Σόλσμπερι — Παλιά ονομασία της πρωτεύουσας του Ζιμπάμπουε, στα χρόνια της αγγλοκρατίας. Βλ. λ. Χαράρε …   Dictionary of Greek

  • στέπα — Παλιά γραφή της λέξης στέππα. Κοινωνία ποωδών φυτών, διαδομένη στις θερμές (ειδικά υποτροπικές) εύκρατες και ψυχρές περιοχές, που έχουν λίγες βροχές. Ο όρος προέρχεται από το ρωσικό stepii, που σημαίνει έρημος, με την έννοια του εδάφους που δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”